θνήσις

θνήσις
θνῆσις, ἡ (ΑΜ, Μ και θνήση) [θνῄσκω]
θάνατος, θανατικό προερχόμενο κυρίως από λοιμό
μσν.
σφαγή, καταστροφή, αφανισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θνῆσις — mortality fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θνήσει — θνῆσις mortality fem nom/voc/acc dual (attic epic) θνήσεϊ , θνῆσις mortality fem dat sg (epic) θνῆσις mortality fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θνήσεις — θνῆσις mortality fem nom/voc pl (attic epic) θνῆσις mortality fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θνῆσιν — θνῆσις mortality fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θνησιγέννητος — η, ο αυτός που γεννιέται νεκρός, θνησιγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + γέννητος (< γεννώ), πρβλ. α γέννητος αρτι γέννητος] …   Dictionary of Greek

  • θνησιγενής — ές 1. αυτός που πεθαίνει αμέσως μόλις γεννηθεί ή που γεννιέται σχεδόν νεκρός 2. θνησιγέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + γενής < γένος (πρβλ. θεα γενής, λιμνα γενής, μετα γενής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων νο Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

  • θνησιγονία — η 1. η γέννηση νεκρού βρέφους 2. η τάση για γέννηση θνησιγενών νεογνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + γονία < γόνος (πρβλ. αρχαιο γονία, ιδιο γονία)] …   Dictionary of Greek

  • θνήσεως — θνήσεω̆ς , θνῆσις mortality fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”